Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αγροτοφασισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αγροτοφασισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2025

Τσεζάρε Φόρνι: Ο αιρετικός του ιταλικού φασισμού (Β' Μέρος)

 



Στις 28 Οκτωβρίου 1922, την ημέρα της Πορείας προς τη Ρώμη, 4.000 Μαυροχίτωνες κατέλαβαν την Παβία υπό τις διαταγές του Τσέζαρε Φόρνι. Ο ίδιος, ωστόσο, βρισκόταν στο Μιλάνο. Ο Μουσολίνι τον είχε τοποθετήσει εκεί, υπεύθυνο για την κατάληψη της βόρειας Ιταλίας. Όταν ο Ντούτσε αναχώρησε για τη Ρώμη με την ηγεσία του κινήματος, ο Φόρνι παρέμεινε στο πόστο του. Αδιάφορος για τίτλους και εξουσία, απέφευγε κάθε εμπλοκή στα «παλατιανά παιχνίδια» και σύντομα αποκλείστηκε από τις ηγετικές δομές του νέου καθεστώτος.


Μετά το Συνέδριο του Νοεμβρίου 1922, το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα άρχισε να προσελκύει καριερίστες, μέλη των αστικών ελίτ και μεγαλογαιοκτήμονες. Ο Φόρνι, σταθερός στις επαναστατικές αρχές του πρώιμου φασισμού, αρνήθηκε να προσαρμοστεί.


Η αντιπαράθεσή του με τον κόμη Τσέζαρε Καρμινάτι ντι Μπραμπίλα, μέλος της τοπικής ελίτ και προστατευόμενο του γενικού γραμματέα του κόμματος Φραντσέσκο Τζούντα, αποτέλεσε σταθμό στην πορεία του. Ο Φόρνι τον κατηγόρησε δημόσια για την εκμετάλλευση των εργατών και την καταπίεση των αγροτών. Αν και ο Μπραμπίλα αποβλήθηκε προσωρινά από το κόμμα, επανήλθε με πολιτικές πιέσεις. Η σύγκρουση κορυφώθηκε όταν ο Φόρνι προκάλεσε τον Τζούντα σε μονομαχία με σπαθιά στη Ρώμη (25 Απριλίου 1923). Αμφότεροι τραυματίστηκαν σοβαρά και η μονομαχία έληξε χωρίς νικητή.


Το 1923, ο Φόρνι κατείχε τον βαθμό του υποστράτηγου της Πρώτης Ζώνης της Εθελοντικής Εθνοφρουράς για την Εθνική Ασφάλεια (που κάλυπτε το Πιεμόντε και τη Λιγουρία). Ένα χρόνο αργότερα, υπερασπίστηκε τα δικαιώματα της πόλης του, της Μορτάρα, απέναντι στις διεκδικήσεις του Βιτζεβάνο, προκαλώντας την οργή της κομματικής ηγεσίας. Τον Απρίλιο του 1924 αποβλήθηκε από το PNF.


Τον Απρίλιο του 1924, μετά από μια ζωή αγώνων, αποφάσισε να θέσει υποψηφιότητα για το Κοινοβούλιο με μια ομάδα αποσχιστών: το νέο Εθνικό Φασιστικό Κόμμα, με ηγέτη τον φίλο του και παλιό συνάδελφο από τις μέρες των squadra, Ραϊμόντο Σάλα, επίσης δήμαρχο.


Η λίστα τους κατέβηκε μόνο στη Λομβαρδία και το Πιεμόντε.Ο Φόρνι ήταν ο μόνος που εκλέχθηκε.


Η πίστη αυτή κόστισε. Μετά τη δολοφονία Ματεότι και την αποχώρηση των αντιπολιτευόμενων βουλευτών (Αβεντίνο), ο Φόρνι απομονώθηκε πλήρως. Ακόμη και οι σύντροφοί του από το αποσχιστικό κόμμα αποστασιοποιήθηκαν, όταν εκείνος αρνήθηκε να καταδικάσει δημόσια τον Μουσολίνι. Συγκεκριμένα είπε «Κυνηγήστε με όσο θέλετε, κύριε Πρόεδρε. Αλλά δεν θα υποκύψω, εκτός αν μου αφαιρέσετε τη ζωή. Πολεμάμε έναν ιερό αγώνα. Όχι εναντίον σας. Όχι εναντίον της κυβέρνησής σας. Αλλά εναντίον της παρακμής του κόμματος.»


Λίγο πριν τη δολοφονία Ματεότι εντωμεταξύ, έπεσε θύμα ενέδρας στον σιδηροδρομικό σταθμό του Μιλάνου από ομάδα ενόπλων. Ξυλοκοπήθηκε βίαια, αλλά κατάφερε να επιβιώσει. Παρ' όλα αυτά, δεν έπαψε να στηρίζει την κυβέρνηση με την ψήφο του.

Ακόμα κι όταν έχασε τα πάντα — ακόμα κι όταν όλοι στράφηκαν εναντίον του — δεν στράφηκε ποτέ εναντίον του Μουσολίνι. Η πίστη του Φόρνι δεν ήταν προς την εξουσία, αλλά προς το ιδανικό που πίστευε ότι ο Ντούτσε είχε κάποτε ενσαρκώσει.

Ο Μουσολίνι τον είχε εγκαταλείψει εδώ και χρόνια. Δεν του μιλούσε πια. Είχε προτιμήσει άλλους. Και όμως, ο Φόρνι δεν του γύρισε ποτέ την πλάτη.

Το 1929, ολοκληρώνοντας τη θητεία του στη Βουλή, αποσύρθηκε από τη δημόσια ζωή. Χωρίς καμία αναγνώριση, απογοητευμένος και εγκαταλελειμμένος, στράφηκε στην προσπάθεια γεωργικών έργων στην Αιθιοπία, συνεργαζόμενος για λίγο με τον περιθωριοποιημένο επίσης Ντε Βέκι. Το εγχείρημα απέτυχε και αποσύρθηκε οριστικά στη Λομβαρδία.


Πέθανε σε ηλικία μόλις 50 ετών, από σοβαρή ασθένεια, είκοσι ημέρες πριν από τη σύλληψη του Μουσολίνι. Δεν πρόλαβε να δει την κατάρρευση του καθεστώτος, ούτε να δικαιωθεί για τις προειδοποιήσεις του σχετικά με την εκφυλιστική πορεία του κόμματος.


Παραμένει μια μορφή που συμβολίζει τον ριζοσπάστη, τον αμετανόητο και ιδεαλιστή φασίστα, ο οποίος αρνήθηκε να θυσιάσει την πίστη του στο όραμα για χάρη της προσωπικής επιβίωσης. Η μνήμη του παραμένει στη σφαίρα των «τι θα είχε συμβεί αν...» — μια τραγική, όσο και αποκαλυπτική φιγούρα μιας εποχής που κατέληξε να προδώσει τον εαυτό της.

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2025

Τσεζάρε Φόρνι. Αγροτοφασίστας και αντιφρονούντας. (Μέρος Α')

 


Ο Cesare Forni αποτελούσε μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες των αρχών του φασιστικού κινήματος καθώς και πρωτεργάτης του επονομαζόμενου «αγροτοφασιστικού» κινήματος μέσα στο Fasci italiani di Combattimento και μετέπειτα, με στενούς δεσμούς με την περιοχή της Lomellina. Ιστορικός σύμμαχος δηλαδή, όλων όσων αισθανόμαστε περήφανοι για τα πατρογονικά μας μέρη και για τις ρίζες μας.

Προερχόταν από αγροτική οικογένεια, όχι από μια μεγάλη ελίτ γαιοκτημόνων, όπως αρέσκονται οι κριτές του να διατυπανίζουν. Δεν ήταν τοκογλύφος που εκμεταλλευόταν τους αγρότες, όπως, για παράδειγμα, φέρεται να έκανε η οικογένεια του Τζιάκομο Ματτεότι. Ο Φόρνι ήταν συνδικαλιστής, μια προσωπικότητα από την πρώιμη φάση του φασισμού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «κόκκινο φασισμό» ή ακόμα και αριστερό φασισμό, αφιερωμένος στην υπεράσπιση των αγροτών και των εργατών από την ασυδοσία των παλαιών ελίτ της γης του ιταλικού βορρά.

Παρά την αριστερή του στάση, ο πιο στενός φίλος του Φόρνι μέχρι το τέλος της ζωής του δεν ήταν άλλος από τον Τσεζάρε Μαρία Ντε Βέκι, έναν από τους τέσσερις τετράρχες που ηγήθηκαν της Πορείας προς τη Ρώμη. Ο Ντε Βέκι ήταν μοναρχικός και καθολικός, όχι κάποιος που θα περίμενε κανείς να συνδεθεί με έναν συνδικαλιστή επαναστάτη όπως ο Φόρνι. Αυτό το παράδοξο αντικατοπτρίζει τη μοναδικότητα του Φόρνι. Έσπασε το καλούπι των άκαμπτων πλαισίων που επέβαλε αργότερα το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα (Partito Nazionale Fascista).

Ο Φόρνι κατατάχθηκε εθελοντικά στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου κέρδισε:

1 Ασημένιο Μετάλλιο Στρατιωτικής Ανδρείας (Ιταλία)

2 Χάλκινα Μετάλλια

1 Χρυσό Μετάλλιο που απονεμήθηκε από τη Σερβία

Προαγωγή από Υπολοχαγό σε Λοχαγό

Υπηρέτησε αρχικά στις αλπικές δυνάμεις, μετά μετατέθηκε στο σώμα βομβαρδιστικών, όπου γνώρισε τον Ντε Βέκι, ο οποίος θα γινόταν φίλος του για όλη του τη ζωή.

Ακολουθεί η επίσημη αναφορά για το Ασημένιο Μετάλλιο που του απονεμήθηκε:

> «Ο Λοχαγός του Συντάγματος Ορεινού Πυροβολικού, καθ' όλη τη διάρκεια της επιχείρησης εναντίον μιας σημαντικής θέσης, έδωσε στους υφισταμένους του ένα σταθερό και αξιοθαύμαστο παράδειγμα θάρρους και περιφρόνησης του κινδύνου, ιδιαίτερα υπό έντονο εχθρικό βομβαρδισμό. Συνέβαλε αποφασιστικά στην επιτυχία της επιχείρησης.

— Badoni, Οροπέδιο Bainsizza, 29 Σεπτεμβρίου 1917.»

Μετά την επιστροφή του από τον πόλεμο, ο Φόρνι μπήκε στην πολιτική, παρακινούμενος από τους ίδιους τους λόγους που γέννησαν τον φασισμό: την ανάγκη για εξιλέωση των εθελοντών του πολέμου, οι οποίοι δεν μπορούσαν να επιστρέψουν στις συνηθισμένες δουλειές τους, ούτε να ενταχθούν σε ένα κοινωνικό περιβάλλον «ξένο» πλέον για αυτούς. Όπως είχε πει και ο ίδιος ο Φόρνι, «δεν μπορούσε κανείς να επιστρέψει στη δουλειά του ως συμβολαιογράφος για 500 λίρες» ή ως υπάλληλος υποκείμενος στην αστική καταπίεση.

Κατά τη διάρκεια της Κόκκινης Διετίας και των αναταραχών της —όπως μια 48ήμερη απεργία όπου ένας δήμαρχος στη Λομελίνα σκοτώθηκε επειδή άρμεγε αγελάδες— ο Φόρνι, ως άνθρωπος της γης, δεν μπορούσε να παραμείνει ουδέτερος.

Έγινε μέλος αυτού που ονομάζονταν «Αγροτικός Φασισμός» στη Λομελίνα. Οι fasci di combattimento αυτής της περιοχής συσπειρώθηκαν γύρω από την ηγεσία του Φόρνι. Ήταν μια εκδοχή του φασισμού που συνδέονταν με τους μικρούς γαιοκτήμονες, πολύ διαφορετική από την αστικοτσιφλικάδικη και αριστοκρατική παραλλαγή. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι ομάδες του Φόρνι δεν χρησιμοποιούσαν πυροβόλα όπλα – το είχε απαγορεύσει. Είχε ζήσει τον πραγματικό πόλεμο. Οι εχθροί του τον αποκαλούσαν «τον ξανθό πολεμιστή» ή «τον επαναστάτη του πεζικού». Ήταν ψηλός, πλατύς, με ατσάλινο βλέμμα και βαρύ (πολύ βαρύ όπως θα δούμε στο επόμενο μέρος) χέρι.



Ήταν διχαστικός ακόμη και εντός του φασιστικού κόμματος. Ανέβηκε σε εξέχουσες θέσεις, αλλά αυτό που τον κάνει αξιοσημείωτο είναι ότι κατά τη διάρκεια μιας από τις πρώτες εσωτερικές κρίσεις του φασισμού — το «Σύμφωνο Ειρήνης» μεταξύ φασιστών και σοσιαλιστών (που αργότερα ανακλήθηκε από το κόμμα) — ο Φόρνι υποστήριξε το σύμφωνο.

Αυτό ήταν απροσδόκητο. Ήταν γνωστός ως ένας από τους πιο φοβερούς και αποτελεσματικούς squadristi στη Lomellina. Και όμως, υποστήριξε την ειρήνη, δηλώνοντας:

«Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, στεκόμαστε στο πλευρό του Duce, του Μπενίτο Μουσολίνι, ιδρυτή του κινήματός μας. Του προσφέρουμε την άνευ όρων υποστήριξή μας σε αυτή την κρίση. Ο Μουσολίνι αγωνίζεται για ένα ιδανικό, και εφόσον είναι δίκαιο, πρέπει να είμαστε μαζί του».

Εκείνη την εποχή, πολλοί αγροτοφασίστες —όπως εκείνοι από τη Μόντενα και την Εμίλια— αντιτάχθηκαν στον Μουσολίνι. Ακολούθησε η κρίση της Μπολόνια, και ο Μουσολίνι παρέδιδε τακτικά τους πιο «επαναστατικούς» φασίστες σε άνδρες όπως ο Μπάλμπο.

 Ο Φόρνι ,όμως, παρέμεινε πιστός στον Μουσολίνι, σπάνιο, μιας και πολλοί από τους πρώτους φασίστες στράφηκαν εναντίον του Μουσολίν. Ο Φόρνι δεν το έκανε ποτέ.

Ο Φόρνι συνέχισε ως: Επικεφαλής των fascio στη Μορτάρα, την πόλη όπου ζούσε, γραμματέας της Συνομοσπονδίας Οικονομικών και Αυτόνομων Συνδικάτων της Λομελίνα, ρας της Λομελίνα κατά τη διάρκεια της Πορείας προς τη Ρώμη και αργότερα, συντονιστής για τη Λομβαρδία.

Ωστόσο, είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι ένας τέτοιος άνθρωπος υποστήριξε το Σύμφωνο Ειρήνης, μια κίνηση απροσδόκητη από κάποιον τόσο συνδεδεμένο με τη παραστρατιωτική δομή του πρώιμου φασιστικού κινήματος. Για να δει κανείς το πόσο εξαιρετικό ήταν αυτό, παραθέτω από το βιβλίο του Lombardi που περιγράφει την έδρα του φασκίου της Μορτάρα:

 «Μπαίνοντας στην έδρα, νιώθεις σαν να έχεις μπει σε ένα στρατιωτικό κέντρο διοίκησης σε καιρό πολέμου. Φτάνουν αναφορές, εκδίδονται διαταγές, ζητούνται και αποστέλλονται άνδρες. Η ορολογία είναι στρατιωτική.

Ο διοικητής αυτού του στρατού; Ο πρώην λοχαγός των Arditi Τσεζάρε Φόρνι, πολιτικός γραμματέας της ομοσπονδίας της Παβία — ένας νεαρός αθλητής, με μάτια πιο μπλε από τα πολλά πολεμικά παράσημα του. Μιλάει καθαρά, με σιγουριά, χωρίς ευφημισμούς ή περιφραστικές εκφράσεις».

Ο Forni ήταν άνθρωπος της πολιτικής — αλλά όχι της παλατιανής πολιτικής. Δεν ασχολούνταν με παιχνίδια εξουσίας. Ο Μουσολίνι ήταν άνετος σε αυτά. Ο Forni δεν ήταν.

Δεν ήταν οπορτουνιστής, δεν ήταν κομματικός. Μόλις σχημάτιζε μια ιδέα, την ακολουθούσε, ακόμα και αν του κόστιζε τα πάντα. Η αλήθεια και η ομορφιά είναι αντικειμενικές αξίες. Δεν μπορούν να πουληθούν για πολιτικούς σκοπούς, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει να εγκαταλείψει κανείς την καριέρα του. Αν το ιδανικό είναι δίκαιο, πρέπει να επιδιώκεται μέχρι τέλους. Αυτό έκανε ο Φόρνι.

Όταν οι fasci di combattimento συγκλήθηκαν στο Συνέδριο του Νοεμβρίου – αυτό που τους μετέτρεψε σε Εθνικό Φασιστικό Κόμμα – οι αντιφασίστες και οι σοσιαλιστές προσπάθησαν να σταματήσουν το συνέδριο. Ενώ λοιπόν ,άλλοι μέσα συζητούσαν για τίτλους και θέσεις, ο Φόρνι, ως γραμματέας του fascio της Παβίας, βρισκόταν στους δρόμους, οδηγώντας φοιτητικές ομάδες στην άμυνα ενάντια στις σοσιαλιστικές και αντιφασιστικές επιθέσεις.

 Έγραφε άρθρα για το Il Risveglio, που έγινε το επίσημο περιοδικό της φασιστικής ομοσπονδίας τον Ιούνιο του 1921. Ήταν ήρωας πολέμου, ναι — σκληρός squadrista, ναι — αλλά και συγγραφέας, άνθρωπος με ευαισθησίες και προβληματισμούς. Ήταν παρών στην έφοδο στο Palazzo Marino, ηγούμενος της επίθεσης και συμμετέχοντας στην καταστροφή της εφημερίδας Avanti!

(Η συνέχεια στο Β' Μέρος)

Κριτική στην Αναρχία : Περί του Κράτους

Το άρθρο στάλθηκε από φίλο της σελίδας Στο παρόν κριτικό δοκίμιο, θα παρουσιαστεί με έναν αυθόρμητο παρά αυστηρά δομημένο τρόπο, οι ιδέες κα...